πασσιφλορώδη

πασσιφλορώδη
τα
βοτ. τάξη αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών, θαμνωδών, δενδρωδών ή ξυλωδών αναρριχητικών φυτών που περιλαμβάνει 27 γένη τών τροπικών και υποτροπικών κυρίως περιοχών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πασσιφλόρα — η 1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών αναρριχητικών φυτών που περιλαμβάνει 400 περίπου είδη με χαρακτηριστικής μορφής άνθη και ανήκει στην τάξη πασσιφλορώδη 2. (φαρμ.) εκχύλισμα και βάμμα που παρασκευάζεται από το ανθισμένο στέλεχος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”